• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have to v aux (be obliged to)πρέπει ρ απρ
 I have to finish my essay tonight.
 I have to get the train in 20 minutes.
 Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. // Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
have to do [sth] v expr (must) (να κάνω κάτι)έχω ρ μ
  πρέπει ρ απρ
 I have to finish my homework.
 Έχω να τελειώσω μια εργασία.
 Πρέπει να τελειώσω μια εργασία.
have to answer for [sth] v expr (take blame)πρέπει να λογοδοτήσω για κτ έκφρ
 Come the next election, the Government will have to answer for its economic mistakes.
have to do with [sth] v expr (involve)έχω να κάνω με κτ περίφρ
  αφορώ ρ μ
 The Commission can investigate matters that have to do with members of police force.
have to do with [sth] v expr (be related)σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ περίφρ
  έχω σχέση με κτ περίφρ
 Researchers have discovered that much of the risk of having ADHD has to do with genes.
 Σύμφωνα με ερευνητές, το ΔΕΠ-Υ συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με τα γονίδια.
have to do with [sb] v expr (concern)αφορώ ρ μ
 The last set of questions has to do with you and your household.
 Η τελευταία ομάδα ερωτήσεων αφορά εσάς και το νοικοκυριό σας.
have to go vi (be obliged to leave)πρέπει να φύγω ρ αμ
 It's very late; I'll have to go.
have to hand it to [sb/sth] v expr informal (must credit, must concede [sth] to)πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ έκφρ
 You have to hand it to the team: they may have lost their last ten matches, but they have never stopped trying!
I have to v aux (I must, I am obliged to)πρέπει ρ απρ
 I have to go now, or I'll miss my train.
 I don't want to go but I have to.
 Πρέπει να φύγω τώρα, διαφορετικά θα χάσω το τρένο μου. // Δε θέλω να φύγω, αλλά πρέπει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'have to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση have to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «have to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!